κἄτ'

κἄτ'
ἄ̱τᾱͅ , ἄτη
bewilderment
fem dat sg (doric aeolic)
ἄτα , ἆτος
insatiate
neut nom/voc/acc pl
ἄτε , ἆτος
insatiate
masc/fem voc sg
ἔται , ἔται
clansmen
masc nom/voc pl
ἔτα , ἔτης
clansmen
masc voc sg
ἔτα , ἔτης
clansmen
masc nom sg (epic)
ἔται , ἔτης
clansmen
masc nom/voc pl
ἔτᾱͅ , ἔτης
clansmen
masc dat sg (doric aeolic)
ἔτι , ἔτι
yet
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατ — κάτ (Α) συγκεκ. τ. τής πρόθ. κατά, που χρησιμοποιείται μερικές φορές πριν από λέξεις που αρχίζουν από τ …   Dictionary of Greek

  • κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …   Dictionary of Greek

  • Κατ' εξοχήν —         (kat exochen) (греч.) по преимуществу; прежде всего. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • κατ' — κατά , κατά downwards. indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἆτ' — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἆ̱ται , ἄτη bewilderment fem nom/voc pl ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κᾆτ' — εἶτι , εἶμι ibo pres ind act 3rd sg (doric) εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) εἶτε , εἰμί sum pres opt act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτ — κατά downwards. poetic indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτ' — κάτα , κάτος following neut nom/voc/acc pl κάτε , κάτος following masc/fem voc sg κάτα , κατά downwards. indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Γεώργιος — I Ονομασία 49 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 152 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φραγκίστας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 609 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μητρόπολης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”